- βλάπτω
- και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και -φτομαι και -βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι)προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτιμσν.- νεοελλ.καταστρέφωνεοελλ.Ι. 1. σκοτώνω2. ενοχλώ, πειράζωII. βλάπτομαι1. αρρωσταίνω2. σκοτώνω2. είμαι έγκυοςαρχ.Ι. 1. εμποδίζω, σταματώ, αναχαιτίζω2. παραπλανώ, εξαπατώ3. φρ. α) «βλάπτω λόγον» — αλλοιώνω την προφητείαβ) «βλάπτω ὅρκους» — παραβιάζω, αθετώII. (μτχ. παθ. παρακμ.) βλαμμένος, -η, -ο (AM βεβλαμμένος, -η, -ον)1. αυτός που έχει υποστεί κάποια βλάβη2. αυτός που έχει βλάβη στο μυαλό ή που συμπεριφέρεται ανόητα («νόοιο βεβλαμμένος»).[ΕΤΥΜΟΛ. Το βλάπτω < (θ.) βλαπ- + (επίθημα)* -ye- / *- yo- και πιθ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. mrc- ya- ti «βλάπτω», ενώ ο συσχετισμός του με τα λατ. mulceō «αγγίζω, ψήχω» -mulco «βασανίζομαι» δεν είναι φωνητικά και σημασιολογικά δυνατός. Το ομηρικό βλάβεται απαντά χωρίς ενεστωτικό επίθημα και πιθ. αποτελεί αρχαίο σχηματισμό, μολονότι έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. βλάβεται < εβλάβην, παθ. αόρ. β' του βλάπτομαι. Τέλος, το βλάβω < έβλαψα, αόρ. του βλάπτω κατά το σχήμα: έθλιψα -θλίβω, έτριψα -τρίβω, ήμειψα- αμείβω κ.ά. Το ρ. βλάπτω χρησιμοποιείται στον Όμηρο με τη σημασία του «σταματώ την πορεία, φράζω τον δρόμο» (ανθρώπου ή αλόγου) ή «εξαπατώ», ενώ με την έννοια του «ζημιώνω, προκαλώ βλάβη» απαντά στη μεθομηρική εποχή.ΠΑΡ. βλάψη (-ις)αρχ.βλάμμα, βλαπτήριος, βλαπτικόςνεοελλ.βλάψιμο.ΣΥΝΘ. παραβλάπτω, καταβλάπτωαρχ.αντιβλάπτω, αποβλάπτω επιβλάπτω, προσβλάπτω αρχ.-μσν. συμβλάπτω].
Dictionary of Greek. 2013.